- παραφρακτικός
- παραφρακτικός, ή, όν,A producing constipation, Xcnocr. ap. Orib.2.58.87 (v.l. παρεκ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραφρακτικός — ή, όν, Α [παραφράσσω] 1. αυτός που επιφέρει παράφραξη, έμφραξη, εμφρακτικός 2. ιατρ. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα … Dictionary of Greek
παραφρακτικοί — παραφρακτικός producing constipation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)